χαμάδα

χαμάδα
η, Ν
ώριμος καρπός, ιδίως ελιά που έπεσε από το δέντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάμω + κατάλ. -άδα (πρβλ. κορφ-άδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαμάδα — η ώριμη ελιά που έπεσε από το δέντρο: Μαζεύει τις χαμάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • θρούμπα — η 1. ελιά που πέφτει ώριμη από το δέντρο, αλλ. χαμοελιά ή χαμάδα 2. ελιά αρωματισμένη με θρούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. δρυπεπής «τελείως ώριμος» (δρυπεπείς ελαίαι) < δρύπεπη < δρύππα < δρούππα και με συσχετισμό προς το αρωματικό φυτό… …   Dictionary of Greek

  • Φεζάν — (η αρχαία Φαζανία). Ιστορική περιοχή της Λιβύης, της οποίας αποτέλεσε από το 1951, έτος της ανεξαρτησίας της χώρας, μέχρι το 1963, όταν εφαρμόστηκε το νέο σύνταγμα της Λιβύης, μια από τις τρεις ομόσπονδες ενότητες μαζί με την Τριπολίτιδα και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”